- Ὀρφείη
- Ὀρφεῖοςfem nom/voc sg (epic ionic)ὈρφεύςOrpheusfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρφείῃ — Ὀρφεῖος fem dat sg (epic ionic) Ὀρφεύς Orpheus fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοίμιος — ον, Α 1. αυτός που συνοδεύει το άσμα κάποιου («Ὀρφείη φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἀείδειν», Απολλ. Ρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοίμιον προοίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οίμιος (< οἴμη «τραγούδι, ωδή»), πρβλ. προ οίμιον] … Dictionary of Greek